- λυκόσκορδον
- λῠκό-σκορδον, τό,A = ἀμπελόπρασον, Ps.-Dsc.2.150.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λυκόσκορδον — λυκόσκορδον, τὸ (Α) το φυτό αμπελόπρασον … Dictionary of Greek
λυκόσκορδον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek